- βαθμομετρώ
- 1. μετράω τους βαθμούς ή τις βαθμίδες2. βαθμολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + μετρώ(-έω) < μέτρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθμομετρώ — ησα, το να μετρά κανείς τους βαθμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… … Dictionary of Greek